Γ. Χουβαρδάς: «Τα μεγάλα λόγια και τα πιο μεγάλα αδιέξοδα..»

του Γιάννη Χουβαρδά-Προέδρου Συλλόγου Κινητικά Αναπήρων Σερρών

Διαχρονικά η πολιτική του Ελληνικού κράτους απέναντι στους ΑμεΑ βασιζόταν στον οίκτο…Σχηματικά το αφήγημα ήταν: “Λυπόμαστε για την κατάσταση σας αλλά είστε άτυχοι, πάρτε μια χορηγούμενη από τα ταμεία μας ελεημοσύνη και ότι καταφέρετε. Δεν μπορείτε (πλέον) να προσφέρεται στο κοινωνικό σύνολο και άρα δε δικαιούστε να απαιτείται κάτι περισσότερο”.

Έτσι η οικογένεια του/της ΑμεΑ καλούνταν να αντιμετωπίσει μόνη της (ατομική-οικογενειακή ευθύνη) τις συνέπειες της σωματικής και ψυχικής βλάβης του μέλους της, γεγονός που σήμαινε την περιθωριοποίησης της στον α’ ή β’ βαθμό, εφόσον δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα. Μάλιστα σε πιο δύσκολες οικονομικά περιπτώσεις η επιβίωση της εξαρτιούνταν από την αλληλεγγύη της γειτονιάς (και έναν πιο συλλογικό καταμερισμό του “βάρους”) ή από την “φιλευσπλαχνία” κάποιου “ευεργέτη”.

Σε αυτό το πλαίσιο αναπαραγόταν προκαταλήψεις για τους ΑμεΑ και τις οικογένειες τους, αφού η κοινωνία τους έβλεπε ως βάρος, το οποίο για ηθικούς λόγους έπρεπε να επωμιστεί. Οι ίδιοι ταυτιζόταν με τη δυστυχία και το μόνο “κομπλιμέντο” που δεχόντουσαν (καθόλου θετικό) ήταν “είστε ήρωες” (γιατί ζείτε και έχετε ανάγκες και όνειρα όπως όλοι οι άνθρωποι).

Ωστόσο ο αγώνας των ΑμεΑ και των οικογενειών τους, σε συνδυασμό με τους αγώνες του υπόλοιπου λαού, εξανάγκασε την πολιτεία να αποδεχθεί τουλάχιστον τυπικά και στα λόγια, ότι οφείλει να βελτιώνει και να  επιτύχει κάποια στιγμή την ισότιμη συμμετοχή τους σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής δραστηριότητας.

Καθοριστικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, η οποία πλέον επιτρέπει τη συμμετοχή των ΑμεΑ σχεδόν σε κάθε πτυχή της παραγωγικής-οικονομικής διαδικασίας και άρα καταρρίπτει το αφήγημα ότι αυτοί δε μπορούν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο.

Παρόλα αυτά το Ελληνικό κράτος ποτέ δεν τήρησε την υπόσχεση του στην ουσία της. Διαχρονική δικαιολογία γι’ αυτό ήταν η απουσία χρημάτων.

Για όλες τις κυβερνήσεις το κόστος της υλοποίησης της παραπάνω υπόσχεσης έπρεπε να ισοφαρίζεται από άμεσα και βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη. Αυτά όμως μόνο μερικώς υπάρχουν, κυρίως όσον αφορά τη λειτουργία των ΑμεΑ ως καταναλωτές, ενώ τα οφέλη από την ένταξη τους στην οικονομική-παραγωγική διαδικασία είναι πιο μακροπρόθεσμα, δεδομένου του πολύ μεγαλύτερου κόστους που προϋποθέτει. Συνακόλουθα ποτέ οι πολιτικές των κυβερνήσεων δε συναντήθηκαν με τις δυνατότητες που προσέφερε η επιστήμη και η τεχνολογία, ούτε προφανώς και με τις ανάγκες των ΑμεΑ, ακόμη και στις εποχές των πιο υψηλών ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για την ακρίβεια και τις δύο τις προσέγγισαν μόνο στο ελάχιστο. Έτσι η διαχείριση των επιπτώσεων της ψυχικής και σωματικής βλάβης παρέμεινε ατομική-οικογενειακή ευθύνη για τους ΑμεΑ και τις οικογένειες τους.

 Σε αυτό το πλαίσιο οι αρνητικές προκαταλήψεις γι’ αυτούς διατηρήθηκαν, περισσότερο όμως εκμοντερνισμένες.

Πλέον οι “ήρωες” της επιβίωσης αντικαταστάθηκαν (με τραγικές συνέπειες για τους οικονομικά εξαθλιωμένους συναδέλφους) από τους “ήρωες” κυρίως του αθλητισμού (είναι μεγάλη αγορά) της πολιτικής (για αισχρούς ψηφοθηρικούς λόγους)  και λιγότερο του πολιτισμού, της επιστήμης κτλ.

Μάλιστα εδώ και μία δεκαετία, κατά την οποία η προηγούμενη και η τωρινή οικονομική κρίση δημιουργούν εντονότερες πιέσεις στα κρατικά ταμεία, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε όλες τις χώρες της ελεύθερης αγοράς, οι πολιτικές των κυβερνήσεων για την αναπηρία περιορίζονται, ενώ όπως περιγράφεται και στη στρατηγική της ΕΕ για την αναπηρία 2020-2030 εστιάζουν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην προσβασιμότητα στο αστικό περιβάλλον. Δηλαδή κυρίως στην ενίσχυση της λειτουργίας των ΑμεΑ ως καταναλωτών.

Ταυτόχρονα αυτή η τροπή των εξελίξεων συνοδεύεται από την προώθηση μίας νέας αντίληψης για την αναπηρία, η οποία στον πυρήνα της έχει την άρνηση των ιδιαιτεροτήτων που δημιουργεί στο άτομο η σωματική ή ψυχική του βλάβη.

Στη βάση αυτής της άρνησης η ευθύνη της πολιτείας στη διαμόρφωση των αναγκαίων συνθηκών για την ισότιμη συμμετοχή των ΑμεΑ σε κάθε πλευρά της κοινωνικής δραστηριότητας, περιορίζεται μόνο στα ζητήματα της προσβασιμότητας στο αστικό περιβάλλον, της γλώσσας και στον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου. Δηλαδή στη

διαμόρφωση των όρων μόνο για την τυπική ισότιμη συμμετοχή των ΑμεΑ στην κοινωνική ζωή. Αγνοεί όμως με αυτό τον τρόπο τα βασικά ζητήματα από τα οποία ο/η ΑμεΑ κινδυνεύει να τεθεί στο περιθώριο, τα οποία σχετίζονται πρωτίστως με τις συνέπειες που προκαλεί η σωματική ή ψυχική βλάβη στην υγεία, στην ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης, στην κοινωνικοποίηση, στην εκπαίδευση, στην εργασία, στη δημιουργία οικογένειας, στην αυτόνομη διαβίωση κ.α.

Πλέον τα τελευταία με θεσμικό και επίσημο τρόπο αποτελούν ατομική-οικογενειακή του ευθύνη, στην οποία αν δεν είναι ευκατάστατος/η αδυνατεί να ανταποκριθεί.

Σε αυτές τις συνθήκες και παρότι οι κυβερνήσεις δε θα μπορέσουν να σταθούν με συνέπεια ούτε στις δεσμεύσεις τους για τη δημιουργία των προϋποθέσεων τυπικής ισοτιμίας για τους ΑμεΑ, καθώς τη σχετίζουν με τις αντοχές της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας, οι όροι ζωής για τη συντριπτική πλειοψηφία τους χειροτερεύουν.

Παράλληλα όμως με αυτό παραμένουν οι προκαταλήψεις για ΟΛΟΥΣ τους ΑμεΑ, εφόσον ούτε ο/η ευκατάστατος/η μπορεί να αποβάλλει τα “κομπλιμέντα” που εισπράττει αυτή η κοινωνική ομάδα και τα οποία η ίδια η πραγματικότητα ανατροφοδοτεί. Ακόμη χειρότερα όμως ο/η ΑμεΑ που στερείται των οικονομικών προϋποθέσεων για την επίτευξη της ουσιαστικής ισότιμης συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή φορτώνεται ο ίδιος και το ψυχολογικό βάρος αυτής της αποτυχίας.

Μπροστά λοιπόν στους ΑμεΑ και τις οικογένειες τους προβάλλει ένα σημαντικό δίλλημα. Θα αρνηθούν και οι ίδιοι την ύπαρξη της ιδιαιτερότητας τους, πατώντας τη μπανανόφλουδα ενός ανεπαρκή αντί-ρατσιστικού και επικίνδυνου για τα δικαιώματα τους ιδεολογήματος ή θα αγωνιστούν για να επιβάλλουν στις κυβερνήσεις αναπηρικές πολιτικές βάσει των αναγκών τους και της τεχνολογικής προόδου, οι οποίες θα δημιουργούν τους όρους για την ουσιαστική ισοτιμία των ΑμεΑ, στερώντας από τις κοινωνικές προκαταλήψεις το έδαφος της αναπαραγωγής τους;

Η πρώτη επιλογή πάει πακέτο με την προσφυγή στη φιλανθρωπία και την αναζήτηση “ευεργετών” για την αντιμετώπιση όλο και πιο έκτακτων-σκληρών καταστάσεων που δημιουργεί η απουσία ουσιαστικών μέτρων στήριξης της αναπηρίας.

Η δεύτερη επιλογή δε στηρίζεται σε “ευεργέτες”, άλλωστε αυτούς καλεί να επωμιστούν το κόστος των πολιτικών που προτείνει, καθώς είναι αυτοί που διαχρονικά κεφαλαιοποιούν τους κόπους της Ελληνικής κοινωνίας.

Αντίθετα απαιτεί την αλληλεγγύη και στον κοινό αγώνα με τα εκμεταλλευόμενα τμήματα του πληθυσμού.

Βασίζεται στη συμπόρευση με αυτούς που πραγματικά έχουν συμφέρον από την ισότιμη συμμετοχή των ΑμεΑ στην κοινωνία, καθώς σε μεγάλο βαθμό αποτελούν το κοντινό τους περιβάλλον.

Κοινοποίηση