Την Κυριακή θα αναβιώσει το έθιμο της «Δρακοκτονίας» στο Νέο Σούλι- Διήμερο πανηγύρι στη μνήμη του Αγ. Γεωργίου

Η επιτροπή του Ιερού παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου του Νέου Σουλίου, η τοπική κοινότητα Νέου Σουλίου και ο Δήμος Εμμανουήλ Παππά, προσκαλούν τον κόσμο στην Ιερά Πανήγυρις Αγίου Γεωργίου Νέου Σουλίου, το Σάββατο 22 και την Κυριακή 23 Απριλίου, ανήμερα της εορτής του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Γεωργίου, στον προαύλιο χώρου του Ιερού περεκκλησίου.

Στο διήμερο πανηγύρι του Αϊ Γιώργη του Νέου Σουλίου, θρησκευτικού – λατρευτικού χαρακτήρα, ταυτόχρονα συμποσιακό μιμούμενο αρχαϊκών τύπων έθιμα, ανάμεσα στην περιφορά των εικονισμάτων, διάφορων αγωνισμάτων, απόλαυσης παραδοσιακού φαγητού, τραγουδιού και χορού λαμβάνει χώρα το έθιμο της δρακοκτονίας.

Ανήμερα της Γιορτής του Αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου) και αφού την παραμονή, μετά τον εσπερινό έχει ακολουθήσει γλέντι με παραδοσιακά όργανα, ζουρνάδες και νταούλια και τη συμμετοχή μεγάλου πλήθους κόσμου μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, γίνεται πάνδημος εκκλησιασμός στο παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου (όπου παλαιότερα υπήρχε το κοιμητήριο του χωριού). Ακολουθεί στον προαύλιο χώρο Αγιασμός των εικόνων μπροστά στην εικόνα του Αγίου με συνοδεία άλλων εικονισμάτων, με τα λάβαρα και τα σπαλέτα στολισμένα με πολύχρωμες μαντήλες και άνθη πασχαλιάς.

Στην συνέχεια ακολουθεί περιφορά όπου ο ιερέας με τον ψάλτη και νεαρούς που φέρουν την ελληνική σημαία, την εικόνα του Αγίου, τα λάβαρα τα σπαλέτα και τα υπόλοιπα εικονίσματα μεταβαίνουν αρχικά στο λόφο του Προφήτη Ηλία όπου τελείται το «Ύψωμα», ένα τελετουργικό όπου ύστερα από τη σχετική δέηση του ιερέα τοποθετείται αντίδωρο στον κορμό μιας βελανιδιάς. Έπειτα οι εικονισματάρηδες αφού περιφέρουν τις εικόνες στα χωράφια κλείνοντας ένα κύκλο, με σκοπό να αγιάσουν τα σπαρτά, να δώσουν καλή παραγωγή, να μην τα χτυπήσει το χαλάζι επιστρέφουν. Κατά την περιστροφή αυτή σ’ όλη τη διαδρομή οι εικονισματάρηδες ψάλλουν εν χορώ «Μέλι μεσ’ τα αμπέλι, γάλα στα χωράφια, κούρβουλα καλάθια».

Στο διάστημα αυτό η εκκλησιαστική επιτροπή σε συνεργασία με τους κτηνοτρόφους και τις νοικοκυρές του χωριού προσφέρουν «κερνάνε» σ’ όλους τους προσκυνητές ένα ποτήρι γάλα, παξιμάδι, λουκούμι και παραδοσιακό γλυκό, την τσιπούδα που παρασκευάζεται με ρύζι, γάλα, αυγά και αγνό βούτυρο. Το όνομά του γλυκίσματος προκύπτει από τον τρόπο παρασκευής του αφού τα αναμεμειγμένα υλικά σκεπάζονται στο ταψί με την τσίπα του αρνιού και ψήνονται στο φούρνο.

Παράλληλα διεξάγεται και αγώνας δρόμου όπου νεαροί δρομείς με αφετηρία την είσοδο του χωριού στην εθνική οδό διανύουν μια απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων (4χλμ) για να τερματίσουν στο προαύλιο του παρεκκλησιού με τους νικητές να λαμβάνουν τα μετάλλια τους.

Εν τω μεταξύ έχει προσέλθει, σαν νύφη στολισμένη, η «Βασιλοπούλα» συνοδευόμενη από δύο νεαρές ακόλουθες στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, θυσία προς τον δράκοντα. Ο κόσμος πλέον έχει αρχίσει και συρρέει κατά δεκάδες για να παρακολουθήσει τη λύτρωση της από τον Άγιο και την θανάτωση του φοβερού “αυτοσχέδιου” θηρίου. Μόλις η πομπή της περιφορά των εικονισμάτων επιστρέφει, ο ιερέας, οι τοπικοί άρχοντες και εκπρόσωποι των φορέων του τόπου παίρνουν τη θέση τους πίσω από τον Δράκοντα. Αναπέμπεται μια σύντομη δέηση και όταν τελειώσει το τροπάριο του Αγίου «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής και των πτωχών υπερασπιστής…» μία από τις νεαρές ακολούθους της Βασιλοπούλας διαβάζει το τραγούδι της δρακοκτονίας.

“Στη χώρα μας βγαίνει θεριό σ ‘ένα βαθύ πηγάδι
Νερό σταλιά δεν άφηνε η χώρα για να πάρει.
Κάθε φορά διέταζε εν’ άνθρωπο να φάει.
Ερ Κι ο μπίλιτός μας έπεσε στου βασιλιά την κόρη.
Σαν τ’ άκουσε ο βασιλιάς πολύ του κακοφάνει.
«Όλου του βιος μου πάρτε με την κόρη μ’ να μ’ αφήστει».
«Σαν δεν δίνεις την κόρη σου μεις πέρνουμει κι σένα».
«Πάρτε την και στολίστε την στολίστε την σα νύφη».
Την πήραν και την πήγαιναν ίσια εις το πηγάδι.
Κι η κόρη απ’ τα μακριά βλέπ’ ένα καβαλάρη.
Τον Αι-Γιώργη με το σπαθί και μ’ αργυρό κοντάρι.
«Τι έχεις κόρ’ μ’ κι όλου κλαις και βαριαναστενάζεις;»
«Εμένα η χώρα μ’ έστειλε θηρίο να με φάει».
«Στάσου κόρ’ μ’ να κοιμηθώ στου γόνατού σου απάνω
και σαν θα έρθει το θεριό πες μου σήκου απάνω».
Φεγγοβολούσαν τα βουνά και το θηρίο βγαίνει.
Κι η κόρη απ’ τα δάκρυα ξυπνάει τον Αι-Γιώργη.
Γυρίζει προς ανατολάς και κάνει το σταυρό του.
Δυο κουνταριές του βρόντηξε απάνου στου κεφάλι.
Και το θηρίο εβόγγηξε βαριά ψυχομαχούσε.
Κι όλη η χώρα δόξασε τον Αι-Γιώργη αφέντη.”

Μόλις ολοκληρωθεί η ανάγνωση του τραγουδιού, υπό τον ήχο καμπανοκρουσιών και ψαλμών καταφθάνει καβαλάρης σε λευκό άτι ο Αϊ Γιώργης αρματωμένος, πάνοπλος, τροπαιοφόρος και με τη σταυροφορούσα λόγχη του φέρει στον δράκο ένα αποφασιστικό χτύπημα και τον θανατώνει, λυτρώνοντας την Βασιλοπούλα όπου την ελευθερώνει από τα δεσμά του θυσιαστηρίου της, την τοποθετεί στην ράχη του αλόγου του και απομακρύνεται θριαμβευτής επί του κακού. Αμέσως η δεσμευμένες πηγές από τον δράκοντα αναβλύζουν το γάργαρο νερό τους που χύνεται πλέον στους δρόμους καταβρέχοντας τα υποδήματα των πανηγυριστών.

Ακολουθεί χορός και γλέντι στο προαύλιο του παρεκκλησιού μέχρι τη στιγμή που ο επίτροπος θα φωνάξει « Άιντε χωριανοί κάηκαν τ’ αρνούδια, ψήθκι τσιπούδα», οπότε και διαλύεται το πανηγύρι για να πάνε να στα σπίτια τους και να φάνε το “ψημένο αρνί” και την «τσιπούδα».

Κοινοποίηση