Του Δημήτρη Κ. Χατζηπαναγιώτου*
Είναι κοινότοπο να υπερθεματίζεται η ανάδειξη, η ισχυροποίηση και η βελτιστοποίηση του ελληνικού Δημόσιου Σχολείου ως αντίδοτο στην πολυπρισματική κρίση που βιώνει η χώρα μας. Τα ευχολόγια είναι δυστυχώς η κοινή πρακτική, ενώ οι ταγοί της χώρας μας προβάλλουν την οικονομική δυσπραγία ως τη βασική αιτία για την αδυναμία τους να συμβάλλουν καταλυτικά στην αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ωσάν να μην έχουν ακούσει τα λόγια του Βίκτορος Ουγκώ – στη Συντακτική Συνέλευση της Γαλλίας, το 1848- που διατυμπάνιζε ότι η αμάθεια ενέχει μεγαλύτερη κίνδυνο από τη φτώχεια και πως, όταν η κρίση σφίγγει σαν μέγγενη ένα έθνος, είναι αναγκαίο να διπλασιαστούν τα ποσά που απευθύνονται στις γνώσεις και στη μόρφωση των νέων.
Έτσι, το ελληνικό Δημόσιο Σχολείο χωρίς τα απαραίτητα οικονομικά μέσα, με ελλιπή υλικοτεχνική υποδομή, περικυκλωμένο από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του κρατικού μηχανισμού, έρμαιο μικροπολιτικών και κοντόθωρων πολιτικών επιλογών, βάλλεται και απαξιώνεται, πολλές φορές και εσκεμμένα, από την κοινωνία. Οι λειτουργοί του θεωρούνται από τη μια συλλήβδην ανίκανοι, με ελλιπείς γνώσεις και αδύναμοι να μεταλαμπαδεύσουν αξίες, γνώσεις, δεξιότητες στους μαθητές τους, αλλά από την άλλη αποσιωπούνται –τυχαίο;- στατιστικά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι οι εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε ποσοστά πολύ υψηλότερα από άλλους κρατικούς υπαλλήλους, είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων, επιζητούν τη διαρκή επιμόρφωσή τους και παράγουν εκπαιδευτικό έργο χωρίς την αναγκαία υλική και ηθική στήριξη από την Πολιτεία.
Εφαρμόζουν δηλαδή, στην πλειονότητά τους, την αριστοτέλεια θεώρηση για την παιδεία που υπερθεμάτιζε το ρητό «ταύτην κοινήν ποιητέον», καθιστώντας τους μαθητές μη «βαναύσους», αλλά βασιζόμενοι στο φιλότιμο, στην υπευθυνότητα και στην υψηλή αίσθηση του καθήκοντος προσφέρουν αφειδώλευτα ό,τι μπορούν.
Και όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε μια συγκυρία με βασικές συνιστώσες τη φασματική κρίση, την οικονομική αφαίμαξη των εκπαιδευτικών λειτουργών, την ανερμάτιστη πολιτική του αρμόδιου υπουργείου που βαυκαλίζεται με την ιδέα πως τα Σχολεία μένουν ανεπηρέαστα από τον ολετήρα της πανδημίας και που κατατρίβεται σε αδιέξοδες και εμμονικές πολιτικές και τον κοινωνικό αυτοματισμό, καλλιεργούμενο εντέχνως από τα ισχυρά και πολυσχιδή συμφέροντα.
Παρά το ζοφερό αυτό κλίμα, τα Σχολεία μέσα στην πόλη μας διακονούν την εκπαίδευση, αποβλέπουν στην υλοποίηση των γνωστικών και ψυχοκινητικών στόχων και επιδιώκουν την ευρύτερη καλλιέργεια των μαθητών τους. Η διαπίστωση αυτή δεν απορρέει μόνο από τις επιδόσεις των μαθητών τους στις Πανελλαδικές Εξετάσεις (το ποσοστό των επιτυχόντων μαθητών και οι πρωτιές σε περιζήτητες σχολές είναι αδιάψευστα στοιχεία), αλλά και από τη επιτυχή συμμετοχή σε επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς και αθλητικούς διαγωνισμούς και από την υλοποίηση του «ανοιχτού Σχολείου στην κοινωνία», καίτοι η πανδημία έχει επιβάλει ως modus vivendi την αποστασιοποίηση και τον αυτοπεριορισμό.
Ως πότε όμως η Πολιτεία θα βασίζεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ μόνο στην ευσυνειδησία, την αίσθηση του καθήκοντος και τη διάθεση προσφοράς των εκπαιδευτικών για τη δόμηση ενός σύγχρονου και ανθρωποκεντρικού Σχολείου;
* Ο γράφων είναι εκπαιδευτικός-φιλόλογος, θεράπων της δημόσιας εκπαίδευσης, υπ. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών, Μ.Α. & Μ. Sc.