Του Δημήτρη Καστώρη
Η αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής έχει τα δικά της χαρακτηριστικά ήθη και έθιμα σε όλη την Ορθόδοξη Ανατολική Ευρώπη, με διαφορές αλλά και ομοιότητες.
Στο Αηδονοχώρι του Δήμου Βισαλτίας στο Νομό Σερρών, η λαογραφία της Αποκρίας έχει τα δικά της γνωρίσματα. Χαλβάδες και νερόβραστα, καρναβαλικές επισκέψεις, πίτες, κουλτούρα (μεγάλη φωτιά) «αιώρες» κούνιες δηλαδή και φαγητό στη εξοχή με τραγούδια και κάποιες άλλες μέρες αυστηρή νηστεία.
Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο «Χαϊρλίδικα, Αηδονοχώρι Σερρών Οδοιπορικό στα χρόνια», της Ευθυμίας Τσιτκάνου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φίλντισι. Είναι γραμμένο στη ντοπιολαλιά του Αηδονοχωρίου και αποτελεί αφήγηση της αείμνηστης, Παναγιώτας Δερμάτη η οποία καταγράφηκε το 1977. Το τραγούδι τότε αφηγήθηκε και τραγουδήθηκε από την Κωνσταντινιά Τσιτκάνου.
ΑΠΟΚΡΙΑ
«Η Απουκριά έχει τρεις βδομάδις. Τ’ν πρώτ’ βδουμάδα τρώμι απ’όλα σ’όλις τ’ς μέρις.
Τ’ δεύτερ’ βδουμάδα κι τ’ν Τρίτ’ τ’ς Τιρνής γίνουμαστι καρναβάλια κι γυρίζουμι στα σπίτια. Τ’ς απουκρές τρώμι σαμένιου κι καρδένιο χαλβά. Τα τρία Καλά Σαββάτα, τα Ψυχοσάββατα, κάμνουμι μπουμπόλια για τ’ς ψ’χές.Τώρα πιστεύουμι ότι κατιβαίνουν οι ψ’χές,γιαυτό τα τρία Καλά Σαββάτα δε ράβουμι ούτε κλώθουμι, για να μη τσ’μπίσουμι τ’ς ψ’χές. Τ’ς Τυροφάγου ανοίγουμι τα κατίκια κι κάμνουμι πίτις, ρυζόπ’τις, τραχανόπ’τις κι λαχανόπ’τις. Του Σάββατου τ’ς Τιρνής ανάβουν τα πιδούδια τ’ν κουλτούρα, φουτιά μι πουρνάρια κι κλωνάρια από πεύκου, για να κάψουμι τ’ς ψύλλ’. Τ’ν Κυριακή οι νοικουκυρές μι ένα πιάτου χαλβά, βγαίνουν στο δρόμου ή στα σπίτια κι τουν μοιράζουν για σ’χώριου. Του βράδ’ μιτά τουν Εσπερινό της Συγχωρήσεως, πιαίνουμι τ’ς νούν’ κι τ’ς νούνις,τ’ς πιθιρές κι τ’ς πιθιροί, για να σ’χωρηθούμι.
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Τ’ν Καθαρή Δευτέρα τ’λέμι κι Σκ’λουδευτέρα,γιατί τ’ μέρα αυτή δεν τρώμι λάδ’ κι, ό,τι μνίσκ (:μένει) από τ’ν προυηγούμεν’, τα ρίχνουμι στα σκ’λιά.
Τ’ν Καθαρή Διφτέρα οι νοικοκυρές βαζουν καζάν’ κι πλύνσκουν όλα τα ρούχα.
Καθαρίζουμι του σπίτ’ κι του τσμπίδ’ που πιάνουμι τα κάρβουνα στ’ φουτιά κι ύστιρα πααίνουμι στ’ν εξουχή να πιάσουμι του φίδ’.
Τ’ς τρεις τ’ς μέρες Διφτέρα, Τρίτ’,Τιτάρτ’, τότι έκαμναμι τρίμιρου,δεν έτρουγαμι ούτι ήπναμι τίπουτα.Την Τιτάρτη έτρουγαμι κουσιάφ’,την Πέμπτ’ κι τ’ν Παραρασκιβή δεν τρώγαμι , πίναμι αγίασμα κι του Σάββατου κοινωνούσαμι».
Καθαρή Δευτέρα ή Σκυλοδευτέρα, διότι οι παλιές νοικοκυρέρς καθαρίζαν όλα τα «αγγειά»,και τα υπολείμματα των τροφών των προηγουμένων ημερών τα έδιναν στα σκυλιά. Όλες οι νοικοκυρές πρωί-πρωί έβγαζαν όλα τα σκεύη του σπιτού, τα «αγγειά» (:αγγεία) στην αυλή, ζέσταιναν νερό στο καζάνι και τα έπλεναν με θολόστακτη, γιατί τότε δεν υπήρχαν υγρά πιάτων. Δεν παρέλειπαν να καθαρίσουν και το τσιμπίδι, που έπιαναν τα κάρβουνα το χειμώνα. Αφού καθάριζαν το σπίτι, έβγαιναν στην εξοχή να πιάσουν το φίδι, το «ντύμα» του φιδιού. Όποιος το έπιανε, το εύρισκε δηλαδή, αυτό το θεωρούσαν καλοτυχία.
Εάν έκανε καλό καιρό, στην εξοχή, συνήθως στα πεύκα, έκαμναν «κούνιες*». Ανάμεσα σε δύο πεύκα έδεναν τρεις φορές το «φόρτωμα», το χοντρό το σκοινί, με το οποίο έδεναν τα «φορτώματα», τα φορτία στα ζώα. Τα δύο, τα έξω, όπου κάθονταν αυτοί που θα κουνιούνταν, ίσου μήκους και το μεσαίο λίγο πιο μεγάλο, όπου ακουμπούσαν τα πόδια τους και βοηθούσε και στην ώθηση. Το πανάρχαιο έθιμο της «αιώρας».
Γέλια, χαρές, τραγούδια. Ένα πολύ ωραίο τραγούδι, που τραγουδούσαν κατά το «κούνημα», ήταν «Η γαρυφαλλιά ». Αφηγημένο, τραγουδισμαένο Κωνσταντινιά Τσιτκάνου.
«Η γαρυφαλλιά»
Γαρυφαλιά μου πράσινη, καλέ(δις), πότε θα κοκκινίσεις;(δις)
Να κόψω ένα γαρύφαλλο ,καλέ,(δις) να κάνω ένα φουρκάλι (:σκούπα),(δις)
Να φουρκαλώ τις θάλασσες, καλέ,(δις) να αράξουν τα καίκια (δις).
Κι ένα καΐκι άραξε,καλέ,(δις)στου βασιλιά την πόρτα(δις).
Κι ο βασιλιάς δεν ήταν κει, καλέ,(δις) μόν’ ήταν τρεις κοπέλες(δις).
Η μια κεντούσε το σταυρό, καλέ,(δις)κι άλλη το ζαρκάδι(δις)
Κι η Τρίτη η καλύτερη, καλέ,(δις)κεντούσε μαξιλάρι(δις),
Για να κοιμάται ο βασιλιάς, καλέ,(δις),να τον ζαλίζει ο ύπνος(δις)]